- ὀφρύς
- ὀφρύς (ἡ)a eyebrow, eye
ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρᾰϊ P. 9.38
b met., brow of a hill.τὰ δ' ὑπ ὀφρᾰϊ Παρνασσίᾳ ἕξ O. 13.106
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρᾰϊ P. 9.38
τὰ δ' ὑπ ὀφρᾰϊ Παρνασσίᾳ ἕξ O. 13.106
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὀφρῦς — ὀφρύς fem acc pl ὀφρύς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
ὀφρύς — ὀφρύ̱ς , ὀφρύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρῦν — ὀφρύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύες — ὀφρύς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύος — ὀφρύς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύσι — ὀφρύς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύσιν — ὀφρύς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύων — ὀφρύς fem gen pl ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοφρυς — κάτοφρυς, όφρυος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κατεβασμένα τα φρύδια, συνοφρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. έν οφρυς, σύν οφρυς] … Dictionary of Greek
λυκόφρυς — και λευκόφρυς, υος, ἡ (Α) ονομασία τού φυτού αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + όφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυαν όφρυς, λευκ όφρυς] … Dictionary of Greek